dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σάρωθρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Besen
Ⓦ
Ⓖ
…
σκούπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Besen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)