dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περιστολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)