dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
(ορυκτή) άσφαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bergteer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ορυκτή άσφαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bergteer
Ⓦ
Ⓖ
…