dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
δικαίωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Berechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κύρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
δικαίωμα ύπαρξης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Daseinsberechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δικαίωμα ύπαρξης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Existenzberechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ισονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gleichberechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ισότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gleichberechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δικαίωμα ψήφου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wahlberechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια πρόσβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zugangsberechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια πρόσβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zugriffsberechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…