dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ένταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beitritt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προσχώρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beitritt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
προσχώρηση σε συμφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abkommensbeitritt
Ⓦ
Ⓖ
…
προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beitritt zur Europäischen Union
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πράξη προσχώρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beitrittserklärung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αίτηση προσχώρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Beitrittsgesuch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κριτήριο προσχώρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beitrittskriterien
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
κριτήρια προσχώρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beitrittskriterien
Ⓦ
Ⓖ
…
συνθήκη προσχωρήσεως ΕΚ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beitrittsvertrag EG
Ⓦ
Ⓖ
…