dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λήξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beendigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάπαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beendigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τερματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beendigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περαίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beendigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παύση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beendigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)