dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τραπεζικές καταθέσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bankeinlage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τραπεζική κατάθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bankeinlage
Ⓦ
Ⓖ
…