dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ασκητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Asket
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ασκητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
asketisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασκητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
asketisch
Ⓦ
Ⓖ
…