dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
εξοπλισμός εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Arbeitsgerät
Ⓦ
Ⓖ
…