dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
όρεξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Appetit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)