dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προσκολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ankleben
Ⓦ
Ⓖ
…
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ankleben
Ⓦ
Ⓖ
…