dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μέλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angehörige
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
συγγενής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Angehörige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στενή συγγενής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angehörige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υπήκοος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Angehörige
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)