dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αναρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anarchist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντιεξουσιαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anarchist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)