dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ικανότητα άσκησης υπηρεσιακών καθηκόντων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Amtsfähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…