dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ακροβάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Akrobat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ισορροπιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Akrobat
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)