dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
Αδάμ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Adam
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)