dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
όριο ταχύτητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwindigkeitsgrenze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όριο ταχύτητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwindigkeitsbegrenzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όριο ταχύτητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwindigkeitsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)