dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ωραία θεά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schöne Aussicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ωραία θέα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
schöne Aussicht
Ⓦ
Ⓖ
…