dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ωρίμανση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reifung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ωρίμανση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reife
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ωρίμανση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Reifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ωρίμανση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reifeprozess
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ωρίμανση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zeitigung
Ⓦ
Ⓖ
…