dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ωάριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eizelle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ωάριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ωάριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ovum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ωάριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Samenanlage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ωάριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ei.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ωάριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ei
Ⓦ
Ⓖ
…