dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ψηφοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stimmberechtigte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψηφοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wahlberechtigte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψηφοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wählerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ψηφοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wahlmann
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ψηφοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wähler
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)