dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ψευδορκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Meineid leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψευδορκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
falsch schwören
Ⓦ
Ⓖ
…