dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χώρος ανέγερσης κτιρίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Baugelände
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χώρος ανέγερσης κτιρίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Baugrundstück
Ⓦ
Ⓖ
…