dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χωρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auseinandergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χωρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gliedern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χωρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich separieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χωρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich teilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χωρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)