dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χυτοσίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gusseisen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χυτοσίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spritzguss
Ⓦ
Ⓖ
…