dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χρονοτριβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρονοτριβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρονοτριβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρονοτριβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verweilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρονοτριβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zeit verlieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρονοτριβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verweilen
Ⓦ
Ⓖ
…