dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χρησμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Orakel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρησμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Voraussage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρησμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorhersage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρησμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Weissagung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρησμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Prophezeiung
Ⓦ
Ⓖ
…