dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlen an…
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fordern
Ⓦ
Ⓖ
…
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benötigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedürfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nötig haben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nötig machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nötig sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
notwendig machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρειάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfordern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)