dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
χρήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gebrauch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χρήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Benutzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χρήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschäftsjahr
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χρήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χρήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Übung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χρήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Brauch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χρήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einsatz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)