dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χρήμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geld
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χρήμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mammon
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χρήμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zahlungsmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)