dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χρέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pflicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χρέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schuld
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χρέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufgabe
Ⓦ
Ⓖ
…
χρέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geldschuld
Ⓦ
Ⓖ
…
χρέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verpflichtung
Ⓦ
Ⓖ
…
χρέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verschuldung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)