dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
χοντροκομμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grob
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χοντροκομμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grob gehackt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χοντροκομμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grob geschnitten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χοντροκομμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klotzig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χοντροκομμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plump
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χοντροκομμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemdsärmelig
Ⓦ
Ⓖ
…