dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
χλώρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bleichsucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
χλώρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Chlorose
Ⓦ
Ⓖ
…