dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
χλευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χλευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich mokieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χλευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spötteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χλευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spotten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χλευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χλευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verspotten
Ⓦ
Ⓖ
…