dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χιούμορ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Humor
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χιούμορ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Witz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)