dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χειροποίητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
handgefertigt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χειροποίητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
handgearbeitet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χειροποίητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
handgemacht
Ⓦ
Ⓖ
…