dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χειρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bedienung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χειρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Handhabung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χειρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Manipulation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χειρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Behandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)