dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χειραγωγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
manipulieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειραγωγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χειραγωγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
an der Hand führen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χειραγωγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
führen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χειραγωγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gängeln
Ⓦ
Ⓖ
…