dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
χασμωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leere
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χασμωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterbrechung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χασμωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Getöse
Ⓦ
Ⓖ
…