dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χαριτολόγημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bonmot
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χαριτολόγημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
geistreiche Bemerkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χαριτολόγημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Witz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χαριτολόγημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Scherz
Ⓦ
Ⓖ
…