dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χαρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Gefallen tun
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschenkt werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefällig sein
Ⓦ
Ⓖ
…