dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χάμουρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geschirr
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χαμούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nutte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
τα
χάμουρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zaumzeug
Ⓦ
Ⓖ
…
χάμουρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zeug
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)