dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χαιρέκακος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schadenfroh
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χαιρέκακος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hämisch
Ⓦ
Ⓖ
…