dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φωτορεπόρτερ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pressefotografin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φωτορεπόρτερ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pressefotograf
Ⓦ
Ⓖ
…