dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φυτοκομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gartenbau
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φυτοκομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pflanzenzucht
Ⓦ
Ⓖ
…