dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φυσικό περιβάλλον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
natürliche Umwelt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)