dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φυλάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φυλάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)