dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φουσκάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hautblase
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φουσκάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bläschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φουσκάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Blase
Ⓦ
Ⓖ
…