dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
φουλαριστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgetankt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουλαριστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eilends
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουλαριστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gedrängt voll
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουλαριστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schnurstracks
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουλαριστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfüllt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουλαριστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übervoll
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουλαριστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zum Bersten voll
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουλαριστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eilend
Ⓦ
Ⓖ
…