dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φορολογική σύμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Steuerübereinkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φορολογική σύμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Steuerabkommen
Ⓦ
Ⓖ
…